Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
leap leaps

leap (en)

  1. το πήδημα, το άλμα
  2. (μεταφορικά) σημαντική εξέλιξη, μεγάλη πρόοδος
    ※  That's one small step for [a] man, one giant leap for mankind. (η γνωστή φράση που είπε στις 20 Ιουλίου 1969 ο Neil Armstrong όταν έκανε το πρώτο του βήμα πάνω στη σελήνη)
ενεστώτας leap
γ΄ ενικό ενεστώτα leaps
αόριστος leaped, leapt
παθητική μετοχή leaped, leapt
ενεργητική μετοχή leaping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

leap (en)