writhe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | writhe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | writhes |
αόριστος | writhed |
παθητική μετοχή | writhed |
ενεργητική μετοχή | writhing |
Ρήμα
επεξεργασία- σπαρταράω, σφαδάζω
- ↪ He was writhing with pain.
- Σπαρταρούσε από τον πόνο.
- ↪ She’s writhing around crying.
- Σφαδάζει από το κλάμα.
- ↪ He was writhing with pain.