ενεστώτας writhe
γ΄ ενικό ενεστώτα writhes
αόριστος writhed
παθητική μετοχή writhed
ενεργητική μετοχή writhing

writhe (en) (αμετάβατο)

  • σπαρταράω, σφαδάζω
    He was writhing with pain.
    Σπαρταρούσε από τον πόνο.
    She’s writhing around crying.
    Σφαδάζει από το κλάμα.