εκτρέπομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαεκτρέπομαι
- βγαίνω από το δρόμο μου, την πορεία μου κυριολεκτικά
- Το φορτηγό εξετράπη και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα
- Ο ποταμός εκτρέπεται λίγο πιο ψηλά από το χωριό και ακολουθεί άλλη πορεία
- Ακτίνα φωτός που διαθλάται από πρίσμα εκτρέπεται κατά γωνία φ.
- (μεταφορικά) χάνω το δρόμο μου, βγαίνω από τον ηθικό δρόμο, βγαίνω από την πορεία που άλλοι θεωρούν σωστή
- Οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί εκτρέπονται σε μη πολιτικές μορφές έκφρασης, οι οποίες κυμαίνονται από άναρθρα ξεσπάσματα τυφλής βίας μέχρι την ενίσχυση του εθνικισμού, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού κ.λπ., που στοχοποιούν ακόμη πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες και κατακερματίζουν ολοένα βαθύτερα το λαϊκό σώμα. (Colin Crouch, "Μεταδημοκρατία")
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτρέπομαι | εκτρεπόμουν(α) | θα εκτρέπομαι | να εκτρέπομαι | ||
β' ενικ. | εκτρέπεσαι | εκτρεπόσουν(α) | θα εκτρέπεσαι | να εκτρέπεσαι | εκτρέπου | |
γ' ενικ. | εκτρέπεται | εκτρεπόταν(ε) | θα εκτρέπεται | να εκτρέπεται | ||
α' πληθ. | εκτρεπόμαστε | εκτρεπόμαστε εκτρεπόμασταν |
θα εκτρεπόμαστε | να εκτρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | εκτρέπεστε | εκτρεπόσαστε εκτρεπόσασταν |
θα εκτρέπεστε | να εκτρέπεστε | εκτρέπεστε | |
γ' πληθ. | εκτρέπονται | εκτρέπονταν εκτρεπόντουσαν |
θα εκτρέπονται | να εκτρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτράπηκα | θα εκτραπώ | να εκτραπώ | εκτραπεί | ||
β' ενικ. | εκτράπηκες | θα εκτραπείς | να εκτραπείς | εκτρέψου | ||
γ' ενικ. | εκτράπηκε | θα εκτραπεί | να εκτραπεί | |||
α' πληθ. | εκτραπήκαμε | θα εκτραπούμε | να εκτραπούμε | |||
β' πληθ. | εκτραπήκατε | θα εκτραπείτε | να εκτραπείτε | εκτραπείτε | ||
γ' πληθ. | εκτράπηκαν εκτραπήκαν(ε) |
θα εκτραπούν(ε) | να εκτραπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκτραπεί | είχα εκτραπεί | θα έχω εκτραπεί | να έχω εκτραπεί | -ένος | |
β' ενικ. | έχεις εκτραπεί | είχες εκτραπεί | θα έχεις εκτραπεί | να έχεις εκτραπεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκτραπεί | είχε εκτραπεί | θα έχει εκτραπεί | να έχει εκτραπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτραπεί | είχαμε εκτραπεί | θα έχουμε εκτραπεί | να έχουμε εκτραπεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκτραπεί | είχατε εκτραπεί | θα έχετε εκτραπεί | να έχετε εκτραπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτραπεί | είχαν εκτραπεί | θα έχουν εκτραπεί | να έχουν εκτραπεί |
- δόκιμη αν και σε σπάνια χρήση, η μετοχή εκτραπείς-εκτραπείσα-εκτραπέν χωρίς αντίστοιχη στη νεά ελληνική, όπου γίνεται χρήση περίφρασης (εκείνος που είχε εκτραπεί, που εξετράπη) ή της εκτρεπόμενος. Η αντίστοιχη άλλων ρημάτων στον παθητικό παρακείμενο (αγαπημένος, τηρημένος, σβυσμένος) δεν είναι πλέον σε χρήση στα σύνθετα του τρέπω παρά μόνον στο επιτετραμμένος από το επιτρέπομαι και ανεστραμμένος του αναστρέφομαι)