Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτρέπω

εκτρέπομαι

  1. βγαίνω από το δρόμο μου, την πορεία μου κυριολεκτικά
    Το φορτηγό εξετράπη και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα
    Ο ποταμός εκτρέπεται λίγο πιο ψηλά από το χωριό και ακολουθεί άλλη πορεία
    Ακτίνα φωτός που διαθλάται από πρίσμα εκτρέπεται κατά γωνία φ.
  2. (μεταφορικά) χάνω το δρόμο μου, βγαίνω από τον ηθικό δρόμο, βγαίνω από την πορεία που άλλοι θεωρούν σωστή
    Οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί εκτρέπονται σε μη πολιτικές μορφές έκφρασης, οι οποίες κυμαίνονται από άναρθρα ξεσπάσματα τυφλής βίας μέχρι την ενίσχυση του εθνικισμού, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού κ.λπ., που στοχοποιούν ακόμη πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες και κατακερματίζουν ολοένα βαθύτερα το λαϊκό σώμα. (Colin Crouch, "Μεταδημοκρατία")

Συγγενικά

επεξεργασία
  • δόκιμη αν και σε σπάνια χρήση, η μετοχή εκτραπείς-εκτραπείσα-εκτραπέν χωρίς αντίστοιχη στη νεά ελληνική, όπου γίνεται χρήση περίφρασης (εκείνος που είχε εκτραπεί, που εξετράπη) ή της εκτρεπόμενος. Η αντίστοιχη άλλων ρημάτων στον παθητικό παρακείμενο (αγαπημένος, τηρημένος, σβυσμένος) δεν είναι πλέον σε χρήση στα σύνθετα του τρέπω παρά μόνον στο επιτετραμμένος από το επιτρέπομαι και ανεστραμμένος του αναστρέφομαι)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία