ανεστραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεστραμμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεστραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ἀναστρέφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.stɾaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐στραμ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ανεστραμμένος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει αναστραφεί