Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναποδογυρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναποδογυρισμέν
ος
η
αναποδογυρισμέν
η
το
αναποδογυρισμέν
ο
γενική
του
αναποδογυρισμέν
ου
της
αναποδογυρισμέν
ης
του
αναποδογυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
αναποδογυρισμέν
ο
την
αναποδογυρισμέν
η
το
αναποδογυρισμέν
ο
κλητική
αναποδογυρισμέν
ε
αναποδογυρισμέν
η
αναποδογυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναποδογυρισμέν
οι
οι
αναποδογυρισμέν
ες
τα
αναποδογυρισμέν
α
γενική
των
αναποδογυρισμέν
ων
των
αναποδογυρισμέν
ων
των
αναποδογυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
αναποδογυρισμέν
ους
τις
αναποδογυρισμέν
ες
τα
αναποδογυρισμέν
α
κλητική
αναποδογυρισμέν
οι
αναποδογυρισμέν
ες
αναποδογυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναποδογυρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναποδογυρίζω
Μετοχή
επεξεργασία
αναποδογυρισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αναποδογυρίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεστραμμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναποδογυρισμένος
γαλλικά
:
retourné
(fr)