Ετυμολογία

επεξεργασία
αναποδογυρίζω < ανάποδα + γυρίζω

αναποδογυρίζω

  1. (αμετάβατο) γυρίζω ανάποδα, η κορυφή μου έρχεται στο κάτω μέρος και το αντίστροφο, ανατρέπομαι
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γυρίσει ανάποδα, ανατρέπω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία