Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναποδογυρίζω < ανάποδα + γυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αναποδογυρίζω

  1. (αμετάβατο) γυρίζω ανάποδα, η κορυφή μου έρχεται στο κάτω μέρος και το αντίστροφο, ανατρέπομαι
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γυρίσει ανάποδα, ανατρέπω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία