αναποδογυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααναποδογυρίζω
- (αμετάβατο) γυρίζω ανάποδα, η κορυφή μου έρχεται στο κάτω μέρος και το αντίστροφο, ανατρέπομαι
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να γυρίσει ανάποδα, ανατρέπω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναποδογυρίζω | αναποδογύριζα | θα αναποδογυρίζω | να αναποδογυρίζω | αναποδογυρίζοντας | |
β' ενικ. | αναποδογυρίζεις | αναποδογύριζες | θα αναποδογυρίζεις | να αναποδογυρίζεις | αναποδογύριζε | |
γ' ενικ. | αναποδογυρίζει | αναποδογύριζε | θα αναποδογυρίζει | να αναποδογυρίζει | ||
α' πληθ. | αναποδογυρίζουμε | αναποδογυρίζαμε | θα αναποδογυρίζουμε | να αναποδογυρίζουμε | ||
β' πληθ. | αναποδογυρίζετε | αναποδογυρίζατε | θα αναποδογυρίζετε | να αναποδογυρίζετε | αναποδογυρίζετε | |
γ' πληθ. | αναποδογυρίζουν(ε) | αναποδογύριζαν αναποδογυρίζαν(ε) |
θα αναποδογυρίζουν(ε) | να αναποδογυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναποδογύρισα | θα αναποδογυρίσω | να αναποδογυρίσω | αναποδογυρίσει | ||
β' ενικ. | αναποδογύρισες | θα αναποδογυρίσεις | να αναποδογυρίσεις | αναποδογύρισε | ||
γ' ενικ. | αναποδογύρισε | θα αναποδογυρίσει | να αναποδογυρίσει | |||
α' πληθ. | αναποδογυρίσαμε | θα αναποδογυρίσουμε | να αναποδογυρίσουμε | |||
β' πληθ. | αναποδογυρίσατε | θα αναποδογυρίσετε | να αναποδογυρίσετε | αναποδογυρίστε | ||
γ' πληθ. | αναποδογύρισαν αναποδογυρίσαν(ε) |
θα αναποδογυρίσουν(ε) | να αναποδογυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναποδογυρίσει | είχα αναποδογυρίσει | θα έχω αναποδογυρίσει | να έχω αναποδογυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναποδογυρίσει | είχες αναποδογυρίσει | θα έχεις αναποδογυρίσει | να έχεις αναποδογυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναποδογυρίσει | είχε αναποδογυρίσει | θα έχει αναποδογυρίσει | να έχει αναποδογυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναποδογυρίσει | είχαμε αναποδογυρίσει | θα έχουμε αναποδογυρίσει | να έχουμε αναποδογυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναποδογυρίσει | είχατε αναποδογυρίσει | θα έχετε αναποδογυρίσει | να έχετε αναποδογυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναποδογυρίσει | είχαν αναποδογυρίσει | θα έχουν αναποδογυρίσει | να έχουν αναποδογυρίσει |
|