αναστραφείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναστραφείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναστρέφομαι
- θα αναστραφείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναστρέφομαι
αναστραφείς