↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτετραμμένος η επιτετραμμένη το επιτετραμμένο
      γενική του επιτετραμμένου της επιτετραμμένης του επιτετραμμένου
    αιτιατική τον επιτετραμμένο την επιτετραμμένη το επιτετραμμένο
     κλητική επιτετραμμένε επιτετραμμένη επιτετραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτετραμμένοι οι επιτετραμμένες τα επιτετραμμένα
      γενική των επιτετραμμένων των επιτετραμμένων των επιτετραμμένων
    αιτιατική τους επιτετραμμένους τις επιτετραμμένες τα επιτετραμμένα
     κλητική επιτετραμμένοι επιτετραμμένες επιτετραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιτετραμμένος < ἐπιτετραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου (ἐπιτέτραμμαι) του ρήματος ἐπιτρέπω < για να αποδοθεί στα ελληνικά ο διπλωματικός βαθμός chargé d’affaires

επιτετραμμένος

  1. ο επιφορτισμένος, ο υπεύθυνος, που του έχει ανατεθεί μια συγκεκριμένη ευθύνη, που εκπροσωπεί (που του επιτρέπονται πολλές πρωτοβουλίες)
  2. (διπλωματία) επιτετραμμένος είναι εκείνος που εκπροσωπεί σε μια ξένη χώρα τη δική του και αναπληρώνει τον πρεσβευτή ή που θεωρείται πρεσβευτής ως επικεφαλής μικρής διπλωματικής αποστολής σε χώρα όπου η δική του δεν εκπροσωπείται σε επίπεδο πρεσβείας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία