aferŝarĝito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aferŝarĝito | aferŝarĝitoj |
αιτιατική | aferŝarĝiton | aferŝarĝitojn |
aferŝarĝito (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- afersharghito στο H-sistemo
- afersxargxito στο X-sistemo