ŝarĝito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝarĝito | ŝarĝitoj |
αιτιατική | ŝarĝiton | ŝarĝitojn |
ŝarĝito (eo)
- υπεύθυνος, που ασχολείται με κάτι, που του έχουν αναθέσει μια υπόθεση