Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιφορτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιφορτισμέν
ος
η
επιφορτισμέν
η
το
επιφορτισμέν
ο
γενική
του
επιφορτισμέν
ου
της
επιφορτισμέν
ης
του
επιφορτισμέν
ου
αιτιατική
τον
επιφορτισμέν
ο
την
επιφορτισμέν
η
το
επιφορτισμέν
ο
κλητική
επιφορτισμέν
ε
επιφορτισμέν
η
επιφορτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιφορτισμέν
οι
οι
επιφορτισμέν
ες
τα
επιφορτισμέν
α
γενική
των
επιφορτισμέν
ων
των
επιφορτισμέν
ων
των
επιφορτισμέν
ων
αιτιατική
τους
επιφορτισμέν
ους
τις
επιφορτισμέν
ες
τα
επιφορτισμέν
α
κλητική
επιφορτισμέν
οι
επιφορτισμέν
ες
επιφορτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επιφορτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
επιφορτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιφορτισμένος
γαλλικά
:
chargé
(fr)