Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιφορτίζω < αρχαία ελληνική ἐπιφορτίζω (παραφορτώνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική charger)

  Ρήμα επεξεργασία

επιφορτίζω (παθητική φωνή: επιφορτίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία