Ετυμολογία

επεξεργασία
παραφορτώνω < παρα- + φορτώνω

παραφορτώνω (παθητική φωνή: παραφορτώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) φορτώνω υπερβολικά
     συνώνυμα: επιφορτίζω, υπερφορτώνω
  2. (μεταφορικά) επιβαρύνω κάποιον με υπέρμετρο φορτίο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία