Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραφορτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραφορτωμέν
ος
η
παραφορτωμέν
η
το
παραφορτωμέν
ο
γενική
του
παραφορτωμέν
ου
της
παραφορτωμέν
ης
του
παραφορτωμέν
ου
αιτιατική
τον
παραφορτωμέν
ο
την
παραφορτωμέν
η
το
παραφορτωμέν
ο
κλητική
παραφορτωμέν
ε
παραφορτωμέν
η
παραφορτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραφορτωμέν
οι
οι
παραφορτωμέν
ες
τα
παραφορτωμέν
α
γενική
των
παραφορτωμέν
ων
των
παραφορτωμέν
ων
των
παραφορτωμέν
ων
αιτιατική
τους
παραφορτωμέν
ους
τις
παραφορτωμέν
ες
τα
παραφορτωμέν
α
κλητική
παραφορτωμέν
οι
παραφορτωμέν
ες
παραφορτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παραφορτωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραφορτώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
γεμάτος
φίσκα
τίγκα
παραγεμισμένος
βαρυφορτωμένος
υπερφορτωμένος
κατάφορτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραφορτωμένος
αγγλικά
:
fraught
(en)