Ετυμολογία

επεξεργασία
fraught < (κληρονομημένο) μέση αγγλική fraught < μέση ολλανδική vracht ή μέση κάτω γερμανική vracht («χρήματα μεταφοράς φορτίου») < πρωτογερμανική *fra- (εντατικό πρόθημα) + *aihtiz («κατοχή, υπάρχον, κάτι που μου ανήκει») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyḱ- («κατέχω, έχω στην κατοχή μου»)
Συγγενές με το παλαιό άνω γερμανικό: frēht («κέρδη, έσοδα»), παλαιοαγγλικό/αγγλοσαξονικό: ǣht («ιδιοκτησία, τα σέχια μου, τα πράγματά μου, οτιδήποτε έχω στην κατοχή μου»), και ομοέτυμο του freight.
Δείτε και: for-, own: κατέχω/έχω στην ιδιοκτησία μου. Επίθετο μεσοαγγλικής ετυμολογίας, παθητική μετοχή του ρήματος fraughten < μέσα ολλανδικά: vrachten. Συγκρίνετε με το freight (en)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /frɔːt/

  Επίθετο

επεξεργασία

fraught (en)

  1. (μεταφορικά) (συνηθέστερο) αγχογόνος, ανησυχητικός, αγχωτικά έντονος, συναισθηματικά θορυβικός (που γεννά αρνητικά συναισθήματα και δεν εφησυχάζει)
    • γεμάτος με (κάτι αρνητικό, πχ συναίσθημα, φόβο, ανησυχία κτλ.)
    • (κατ' επέκταση) ανεξέλεγκτος, επικίνδυνα επισφαλής, δυνητικά επιβλαβής/καταστροφικός
  2. φορτωμένος (πχ με εμπόρευμα)
  3. γεμάτος, φίσκα, τίγκα, παραγεμισμένος, παραφορτωμένος, βαρυφορτωμένος