↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγχογόνος η αγχογόνος
αγχογόνα
το αγχογόνο
      γενική του αγχογόνου της αγχογόνου
αγχογόνας
του αγχογόνου
    αιτιατική τον αγχογόνο την αγχογόνο
αγχογόνα
το αγχογόνο
     κλητική αγχογόνε αγχογόνε
αγχογόνα
αγχογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγχογόνοι οι αγχογόνοι
αγχογόνες
τα αγχογόνα
      γενική των αγχογόνων των αγχογόνων των αγχογόνων
    αιτιατική τους αγχογόνους τις αγχογόνους
αγχογόνες
τα αγχογόνα
     κλητική αγχογόνοι αγχογόνοι
αγχογόνες
αγχογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγχογόνος < αγχο- (<άγχος) + -γόνος (<γίγνομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

αγχογόνος, -ος, -ο

  • που προκαλεί ή δημιουργεί άγχος
    Από τη φύση τους κάποια επαγγέλματα είναι περισσότερο αγχογόνα από κάποια άλλα. Γενικά, θεωρούνται ως περισσότερο αγχογόνα τα επαγγέλματα που συνεπάγονται επαφές ή σχέσεις με άλλους ανθρώπους, απαιτούν ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων ή επιφέρουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές ή άλλου είδους συνέπειες. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία