αγχογόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγχογόνος, -ος, -ο
- που προκαλεί ή δημιουργεί άγχος
- Από τη φύση τους κάποια επαγγέλματα είναι περισσότερο αγχογόνα από κάποια άλλα. Γενικά, θεωρούνται ως περισσότερο αγχογόνα τα επαγγέλματα που συνεπάγονται επαφές ή σχέσεις με άλλους ανθρώπους, απαιτούν ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων ή επιφέρουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές ή άλλου είδους συνέπειες. (*)