Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρυφορτωμένος η βαρυφορτωμένη το βαρυφορτωμένο
      γενική του βαρυφορτωμένου της βαρυφορτωμένης του βαρυφορτωμένου
    αιτιατική τον βαρυφορτωμένο τη βαρυφορτωμένη το βαρυφορτωμένο
     κλητική βαρυφορτωμένε βαρυφορτωμένη βαρυφορτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρυφορτωμένοι οι βαρυφορτωμένες τα βαρυφορτωμένα
      γενική των βαρυφορτωμένων των βαρυφορτωμένων των βαρυφορτωμένων
    αιτιατική τους βαρυφορτωμένους τις βαρυφορτωμένες τα βαρυφορτωμένα
     κλητική βαρυφορτωμένοι βαρυφορτωμένες βαρυφορτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή του βαρυφορτώνω, βαρυφορτώνομαι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία