Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαρυφορτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαρυφορτωμέν
ος
η
βαρυφορτωμέν
η
το
βαρυφορτωμέν
ο
γενική
του
βαρυφορτωμέν
ου
της
βαρυφορτωμέν
ης
του
βαρυφορτωμέν
ου
αιτιατική
τον
βαρυφορτωμέν
ο
τη
βαρυφορτωμέν
η
το
βαρυφορτωμέν
ο
κλητική
βαρυφορτωμέν
ε
βαρυφορτωμέν
η
βαρυφορτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαρυφορτωμέν
οι
οι
βαρυφορτωμέν
ες
τα
βαρυφορτωμέν
α
γενική
των
βαρυφορτωμέν
ων
των
βαρυφορτωμέν
ων
των
βαρυφορτωμέν
ων
αιτιατική
τους
βαρυφορτωμέν
ους
τις
βαρυφορτωμέν
ες
τα
βαρυφορτωμέν
α
κλητική
βαρυφορτωμέν
οι
βαρυφορτωμέν
ες
βαρυφορτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
του
βαρυφορτώνω
,
βαρυφορτώνομαι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
laden
(en)
(
προφορά
: /ˈleɪd(ə)n/),
laden with
(en)