μέση ολλανδική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμέση ολλανδική θηλυκό
- (γλώσσα) ομάδα γερμανικών διαλέκτων που μιλιόταν στις Κάτω Χώρες από το 1150 έως το 1500
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κωδικός γλώσσας: dum
- ολλανδικά
- Middle Dutch στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μέση ολλανδική