Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερφορτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερφορτωμέν
ος
η
υπερφορτωμέν
η
το
υπερφορτωμέν
ο
γενική
του
υπερφορτωμέν
ου
της
υπερφορτωμέν
ης
του
υπερφορτωμέν
ου
αιτιατική
τον
υπερφορτωμέν
ο
την
υπερφορτωμέν
η
το
υπερφορτωμέν
ο
κλητική
υπερφορτωμέν
ε
υπερφορτωμέν
η
υπερφορτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερφορτωμέν
οι
οι
υπερφορτωμέν
ες
τα
υπερφορτωμέν
α
γενική
των
υπερφορτωμέν
ων
των
υπερφορτωμέν
ων
των
υπερφορτωμέν
ων
αιτιατική
τους
υπερφορτωμέν
ους
τις
υπερφορτωμέν
ες
τα
υπερφορτωμέν
α
κλητική
υπερφορτωμέν
οι
υπερφορτωμέν
ες
υπερφορτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερφορτωμένος
<
υπερφορτώνω
Μετοχή
επεξεργασία
υπερφορτωμένος, -η, -ο
που έχει
υπερφορτωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερφορτωμένος
→
δείτε
τη λέξη
παραφορτωμένος