Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερφορτώνω < μεσαιωνική ελληνική ὑπέρφορτος + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερφορτώνω, παθ. φωνή: υπερφορτώνομαι, παθ. μτχ. υπερφορτωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία