Ετυμολογία

επεξεργασία

υπερφορτώνομαι < υπερ- + φορτώνομαι

υπερφορτώνομαι

  1. φορτώνομαι πάρα πολύ
    το πρόγραμμά του αυτή την εβδομάδα υπερφορτώθηκε'