Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερφορτώνομαι < υπερ- + φορτώνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

υπερφορτώνομαι

  1. φορτώνομαι πάρα πολύ
    το πρόγραμμά του αυτή την εβδομάδα υπερφορτώθηκε'

Κλίση επεξεργασία