υπερφορτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαυπερφορτώνομαι < υπερ- + φορτώνομαι
Ρήμα
επεξεργασίαυπερφορτώνομαι
- φορτώνομαι πάρα πολύ
- το πρόγραμμά του αυτή την εβδομάδα υπερφορτώθηκε'
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφορτώνομαι | υπερφορτωνόμουν(α) | θα υπερφορτώνομαι | να υπερφορτώνομαι | ||
β' ενικ. | υπερφορτώνεσαι | υπερφορτωνόσουν(α) | θα υπερφορτώνεσαι | να υπερφορτώνεσαι | (υπερφορτώνου) | |
γ' ενικ. | υπερφορτώνεται | υπερφορτωνόταν(ε) | θα υπερφορτώνεται | να υπερφορτώνεται | ||
α' πληθ. | υπερφορτωνόμαστε | υπερφορτωνόμαστε υπερφορτωνόμασταν |
θα υπερφορτωνόμαστε | να υπερφορτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερφορτώνεστε | υπερφορτωνόσαστε υπερφορτωνόσασταν |
θα υπερφορτώνεστε | να υπερφορτώνεστε | (υπερφορτώνεστε) | |
γ' πληθ. | υπερφορτώνονται | υπερφορτώνονταν υπερφορτωνόντουσαν |
θα υπερφορτώνονται | να υπερφορτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφορτώθηκα | θα υπερφορτωθώ | να υπερφορτωθώ | υπερφορτωθεί | ||
β' ενικ. | υπερφορτώθηκες | θα υπερφορτωθείς | να υπερφορτωθείς | υπερφορτώσου | ||
γ' ενικ. | υπερφορτώθηκε | θα υπερφορτωθεί | να υπερφορτωθεί | |||
α' πληθ. | υπερφορτωθήκαμε | θα υπερφορτωθούμε | να υπερφορτωθούμε | |||
β' πληθ. | υπερφορτωθήκατε | θα υπερφορτωθείτε | να υπερφορτωθείτε | υπερφορτωθείτε | ||
γ' πληθ. | υπερφορτώθηκαν υπερφορτωθήκαν(ε) |
θα υπερφορτωθούν(ε) | να υπερφορτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερφορτωθεί | είχα υπερφορτωθεί | θα έχω υπερφορτωθεί | να έχω υπερφορτωθεί | υπερφορτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερφορτωθεί | είχες υπερφορτωθεί | θα έχεις υπερφορτωθεί | να έχεις υπερφορτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφορτωθεί | είχε υπερφορτωθεί | θα έχει υπερφορτωθεί | να έχει υπερφορτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφορτωθεί | είχαμε υπερφορτωθεί | θα έχουμε υπερφορτωθεί | να έχουμε υπερφορτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφορτωθεί | είχατε υπερφορτωθεί | θα έχετε υπερφορτωθεί | να έχετε υπερφορτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφορτωθεί | είχαν υπερφορτωθεί | θα έχουν υπερφορτωθεί | να έχουν υπερφορτωθεί |