Ετυμολογία

επεξεργασία
φορτώνομαι (παθητική φωνή του ρήματος φορτώνω)

φορτώνομαι, πρτ.: φορτωνόμουν, στ.μέλλ.: θα φορτωθώ, αόρ.: φορτώθηκα, μτχ.π.π.: φορτωμένος

  1. σηκώνω βάρος
    Φορτώθηκε τις σακούλες με τα ψώνια.
  2. γίνομαι βάρος σε κάποιον
    Του φορτώθηκε για δέκα μέρες.

Αντώνυμα

επεξεργασία