φορτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φορτώνομαι (παθητική φωνή του ρήματος φορτώνω)
Ρήμα
επεξεργασίαφορτώνομαι, πρτ.: φορτωνόμουν, στ.μέλλ.: θα φορτωθώ, αόρ.: φορτώθηκα, μτχ.π.π.: φορτωμένος
- σηκώνω βάρος
- Φορτώθηκε τις σακούλες με τα ψώνια.
- γίνομαι βάρος σε κάποιον
- Του φορτώθηκε για δέκα μέρες.
Σύνθετα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορτώνομαι | φορτωνόμουν(α) | θα φορτώνομαι | να φορτώνομαι | ||
β' ενικ. | φορτώνεσαι | φορτωνόσουν(α) | θα φορτώνεσαι | να φορτώνεσαι | (φορτώνου) | |
γ' ενικ. | φορτώνεται | φορτωνόταν(ε) | θα φορτώνεται | να φορτώνεται | ||
α' πληθ. | φορτωνόμαστε | φορτωνόμαστε φορτωνόμασταν |
θα φορτωνόμαστε | να φορτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | φορτώνεστε | φορτωνόσαστε φορτωνόσασταν |
θα φορτώνεστε | να φορτώνεστε | (φορτώνεστε) | |
γ' πληθ. | φορτώνονται | φορτώνονταν φορτωνόντουσαν |
θα φορτώνονται | να φορτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φορτώθηκα | θα φορτωθώ | να φορτωθώ | φορτωθεί | ||
β' ενικ. | φορτώθηκες | θα φορτωθείς | να φορτωθείς | φορτώσου | ||
γ' ενικ. | φορτώθηκε | θα φορτωθεί | να φορτωθεί | |||
α' πληθ. | φορτωθήκαμε | θα φορτωθούμε | να φορτωθούμε | |||
β' πληθ. | φορτωθήκατε | θα φορτωθείτε | να φορτωθείτε | φορτωθείτε | ||
γ' πληθ. | φορτώθηκαν φορτωθήκαν(ε) |
θα φορτωθούν(ε) | να φορτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φορτωθεί | είχα φορτωθεί | θα έχω φορτωθεί | να έχω φορτωθεί | φορτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις φορτωθεί | είχες φορτωθεί | θα έχεις φορτωθεί | να έχεις φορτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φορτωθεί | είχε φορτωθεί | θα έχει φορτωθεί | να έχει φορτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φορτωθεί | είχαμε φορτωθεί | θα έχουμε φορτωθεί | να έχουμε φορτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φορτωθεί | είχατε φορτωθεί | θα έχετε φορτωθεί | να έχετε φορτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φορτωθεί | είχαν φορτωθεί | θα έχουν φορτωθεί | να έχουν φορτωθεί |