Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φορτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φορτωμέν
ος
η
φορτωμέν
η
το
φορτωμέν
ο
γενική
του
φορτωμέν
ου
της
φορτωμέν
ης
του
φορτωμέν
ου
αιτιατική
τον
φορτωμέν
ο
τη
φορτωμέν
η
το
φορτωμέν
ο
κλητική
φορτωμέν
ε
φορτωμέν
η
φορτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φορτωμέν
οι
οι
φορτωμέν
ες
τα
φορτωμέν
α
γενική
των
φορτωμέν
ων
των
φορτωμέν
ων
των
φορτωμέν
ων
αιτιατική
τους
φορτωμέν
ους
τις
φορτωμέν
ες
τα
φορτωμέν
α
κλητική
φορτωμέν
οι
φορτωμέν
ες
φορτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φορτωμένος
<
φορτώνω
+
-μένος
Μετοχή
επεξεργασία
φορτωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φορτώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
φορτώνω
και
φόρτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φορτωμένος
αγγλικά
:
laden
(en)
γαλλικά
:
chargé
(fr)