Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάφορτος η κατάφορτη το κατάφορτο
      γενική του κατάφορτου της κατάφορτης του κατάφορτου
    αιτιατική τον κατάφορτο την κατάφορτη το κατάφορτο
     κλητική κατάφορτε κατάφορτη κατάφορτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάφορτοι οι κατάφορτες τα κατάφορτα
      γενική των κατάφορτων των κατάφορτων των κατάφορτων
    αιτιατική τους κατάφορτους τις κατάφορτες τα κατάφορτα
     κλητική κατάφορτοι κατάφορτες κατάφορτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάφορτος < ελληνιστική κοινή κατάφορτος

  Επίθετο επεξεργασία

κατάφορτος

  1. (κυριολεκτικά) που έχει μεγάλο φορτίο
  2. (μεταφορικά) που είναι γεμάτος, που παρέχει κάτι σε αφθονία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία