κατάφορτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάφορτος < ελληνιστική κοινή κατάφορτος
Επίθετο επεξεργασία
κατάφορτος
- (κυριολεκτικά) που έχει μεγάλο φορτίο
- (μεταφορικά) που είναι γεμάτος, που παρέχει κάτι σε αφθονία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάφορτος
|