lumber
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η ξυλεία, ξύλο που προετοιμάζεται για χρήση με οικοδόμηση κτλ.
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | lumber |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lumbers |
αόριστος | lumbered |
παθητική μετοχή | lumbered |
ενεργητική μετοχή | lumbering |
lumber (en)
- (αμετάβατο) περπατώ βαριά
- ⮡ He was lumbering along, hardly able to lift each foot.
- Περπατούσε βαριά, με κόπο σηκώνοντας το πόδι.
- ⮡ He was lumbering along, hardly able to lift each foot.
- παραφορτώνω