Δείτε επίσης: slumber

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lumber (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ξυλεία, ξύλο που προετοιμάζεται για χρήση με οικοδόμηση κτλ.
    ⮡  lumber for furniture - ξυλεία για έπιπλα
    ⮡  construction lumber - οικοδομική ξυλεία
     συνώνυμα: timber

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας lumber
γ΄ ενικό ενεστώτα lumbers
αόριστος lumbered
παθητική μετοχή lumbered
ενεργητική μετοχή lumbering

lumber (en)

  1. (αμετάβατο) περπατώ βαριά
    ⮡  He was lumbering along, hardly able to lift each foot.
    Περπατούσε βαριά, με κόπο σηκώνοντας το πόδι.
  2. παραφορτώνω