slumber
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαslumber (en)
- πολύ ελαφρύς ύπνος
- (μεταφορικά) η αδράνεια
- (μεταφορικά) η άγνοια
Ρήμα
επεξεργασία- κοιμάμαι πολύ ελαφρά, λαγοκοιμάμαι
- (μεταφορικά) αδρανώ
- κοιμάμαι σαν πούπουλο, σαν αρνάκι