Ουσιαστικό

επεξεργασία

timber (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ξυλεία, ξύλο που προετοιμάζεται για χρήση με οικοδόμηση κτλ.
    ⮡  timber for furniture - ξυλεία για έπιπλα
    ⮡  construction timber - οικοδομική ξυλεία
     συνώνυμα: lumber