Δείτε επίσης: ἐπιβαρύνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβαρύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβαρύνω < ἐπί + αρχαία ελληνική βαρύνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aggraver ή από τη γερμανική belasten) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.vaˈɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βα‐ρύ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

επιβαρύνω, πρτ.: επιβάρυνα, αόρ.: επιβάρυνα, παθ.φωνή: επιβαρύνομαι, π.αόρ.: απιβαρύνθηκα, μτχ.π.π.: επιβαρυμένος

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) προσθέτω βάρος, βαρύνω
  2. κάνω κάτι χειρότερο
     συνώνυμα: χειροτερεύω, επιδεινώνω
  3. (μεταφορικά) ενοχλώ, δυσχεραίνω
  4. (μεταφορικά) αυξάνω (το χρέος, το αρχικό ποσό κ.λπ.), χρεώνω περισσότερα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία