ενεστώτας cram
γ΄ ενικό ενεστώτα crams
αόριστος crammed
παθητική μετοχή crammed
ενεργητική μετοχή cramming

cram (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, συνωστίζομαι, μπουκώνω, σπρώχνω ή αναγκάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο· μετακινούμαι σε ένα μικρό χώρο με αποτέλεσμα να είναι γεμάτος
    ⮡  She crammed all the clothes she could into her suitcase.
    Στρίμωξε όσα ρούχα μπορούσε στη βαλίτσα της.
    ⮡  I feel crammed in this room.
    Νιώθω στριμωγμένος σ' αυτό το δωματιάκι.
    ⮡  Don’t cram all together!
    Μη συνωστίζεστε!
    ⮡  Don’t cram your mouth full of food!
    Μην μπουκώνεις το φαΐ σου!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  2. (αμετάβατο, αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) παραφορτώνω, διαβάζω υπερβολικά τελευταία στιγμή πριν την εξέταση
    ⮡  Students shouldn’t cram with their homework.
    Οι μαθητές δεν πρέπει να παραφορτώνονται με δουλειά στο σπίτι.