cram
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cram |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crams |
αόριστος | crammed |
παθητική μετοχή | crammed |
ενεργητική μετοχή | cramming |
Ρήμα
επεξεργασίαcram (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, συνωστίζομαι, μπουκώνω, σπρώχνω ή αναγκάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο· μετακινούμαι σε ένα μικρό χώρο με αποτέλεσμα να είναι γεμάτος
- ⮡ She crammed all the clothes she could into her suitcase.
- Στρίμωξε όσα ρούχα μπορούσε στη βαλίτσα της.
- ⮡ I feel crammed in this room.
- Νιώθω στριμωγμένος σ' αυτό το δωματιάκι.
- ⮡ Don’t cram all together!
- Μη συνωστίζεστε!
- ⮡ Don’t cram your mouth full of food!
- Μην μπουκώνεις το φαΐ σου!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
- ⮡ She crammed all the clothes she could into her suitcase.
- (αμετάβατο, αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) παραφορτώνω, διαβάζω υπερβολικά τελευταία στιγμή πριν την εξέταση
- ⮡ Students shouldn’t cram with their homework.
- Οι μαθητές δεν πρέπει να παραφορτώνονται με δουλειά στο σπίτι.
- ⮡ Students shouldn’t cram with their homework.