μπουκώνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
μπουκώνω
- παραγεμίζω το στόμα με τροφή
- (μεταβατικό) παραγεμίζω έναν κινητήρα με καύσιμο, κάτι που προκαλεί το σταμάτημά του
- μην ανοίγεις πολύ το γκάζι, όταν κατεβάζεις τη μανιβέλα, γιατί θα το μπουκώσεις
- (αμετάβατο)
- μπούκωσε η μηχανή
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπουκώνω | μπούκωνα | θα μπουκώνω | να μπουκώνω | μπουκώνοντας | |
β' ενικ. | μπουκώνεις | μπούκωνες | θα μπουκώνεις | να μπουκώνεις | μπούκωνε | |
γ' ενικ. | μπουκώνει | μπούκωνε | θα μπουκώνει | να μπουκώνει | ||
α' πληθ. | μπουκώνουμε | μπουκώναμε | θα μπουκώνουμε | να μπουκώνουμε | ||
β' πληθ. | μπουκώνετε | μπουκώνατε | θα μπουκώνετε | να μπουκώνετε | μπουκώνετε | |
γ' πληθ. | μπουκώνουν(ε) | μπούκωναν μπουκώναν(ε) |
θα μπουκώνουν(ε) | να μπουκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπούκωσα | θα μπουκώσω | να μπουκώσω | μπουκώσει | ||
β' ενικ. | μπούκωσες | θα μπουκώσεις | να μπουκώσεις | μπούκωσε | ||
γ' ενικ. | μπούκωσε | θα μπουκώσει | να μπουκώσει | |||
α' πληθ. | μπουκώσαμε | θα μπουκώσουμε | να μπουκώσουμε | |||
β' πληθ. | μπουκώσατε | θα μπουκώσετε | να μπουκώσετε | μπουκώστε | ||
γ' πληθ. | μπούκωσαν μπουκώσαν(ε) |
θα μπουκώσουν(ε) | να μπουκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπουκώσει | είχα μπουκώσει | θα έχω μπουκώσει | να έχω μπουκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπουκώσει | είχες μπουκώσει | θα έχεις μπουκώσει | να έχεις μπουκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπουκώσει | είχε μπουκώσει | θα έχει μπουκώσει | να έχει μπουκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπουκώσει | είχαμε μπουκώσει | θα έχουμε μπουκώσει | να έχουμε μπουκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπουκώσει | είχατε μπουκώσει | θα έχετε μπουκώσει | να έχετε μπουκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπουκώσει | είχαν μπουκώσει | θα έχουν μπουκώσει | να έχουν μπουκώσει |
|