μπουκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐμπουκώνω (< ἐμβουκώνω) με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος < μπούκ(α) (βούκα) + -ώνω.[1] Δε σχετίζεται το μπουκάρω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /buˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐κώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμπουκώνω, αόρ.: μπούκωσα, παθ.φωνή: μπουκώνομαι, π.αόρ.: μπουκώθηκα, μτχ.π.π.: μπουκωμένος
- (για τροφή)
- (μεταβατικό) παραγεμίζω το στόμα κάποιου με τροφή
- (αμετάβατο) χορταίνω από το πολύ φαΐ
- (μεταφορικά, μεταβατικό, αμετάβατο) προκαλώ κορεσμό από την υπερβολή
- (σημασία: φράζω
- (αμετάβατο) φράζω, βουλώνω
- ⮡ μπούκωσε' η μηχανή, μπούκωσε η μύτη μου
- ≠ αντώνυμα: ξεμπουκώνω, ξεφράζω, ξεβουλώνω
- (μεταβατικό) παραγεμίζω έναν κινητήρα με καύσιμο προκαλώντας το σταμάτημά του
- ⮡ Μην ανοίγεις πολύ το γκάζι όταν κατεβάζεις τη μανιβέλα, γιατί θα το μπουκώσεις.
- ≠ αντώνυμα: ξεμπλοκάρω, ξεμπουκώνω
- (αμετάβατο) φράζω, βουλώνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μπουκιά και βούκα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπουκώνω | μπούκωνα | θα μπουκώνω | να μπουκώνω | μπουκώνοντας | |
β' ενικ. | μπουκώνεις | μπούκωνες | θα μπουκώνεις | να μπουκώνεις | μπούκωνε | |
γ' ενικ. | μπουκώνει | μπούκωνε | θα μπουκώνει | να μπουκώνει | ||
α' πληθ. | μπουκώνουμε | μπουκώναμε | θα μπουκώνουμε | να μπουκώνουμε | ||
β' πληθ. | μπουκώνετε | μπουκώνατε | θα μπουκώνετε | να μπουκώνετε | μπουκώνετε | |
γ' πληθ. | μπουκώνουν(ε) | μπούκωναν μπουκώναν(ε) |
θα μπουκώνουν(ε) | να μπουκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπούκωσα | θα μπουκώσω | να μπουκώσω | μπουκώσει | ||
β' ενικ. | μπούκωσες | θα μπουκώσεις | να μπουκώσεις | μπούκωσε | ||
γ' ενικ. | μπούκωσε | θα μπουκώσει | να μπουκώσει | |||
α' πληθ. | μπουκώσαμε | θα μπουκώσουμε | να μπουκώσουμε | |||
β' πληθ. | μπουκώσατε | θα μπουκώσετε | να μπουκώσετε | μπουκώστε | ||
γ' πληθ. | μπούκωσαν μπουκώσαν(ε) |
θα μπουκώσουν(ε) | να μπουκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπουκώσει | είχα μπουκώσει | θα έχω μπουκώσει | να έχω μπουκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπουκώσει | είχες μπουκώσει | θα έχεις μπουκώσει | να έχεις μπουκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπουκώσει | είχε μπουκώσει | θα έχει μπουκώσει | να έχει μπουκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπουκώσει | είχαμε μπουκώσει | θα έχουμε μπουκώσει | να έχουμε μπουκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπουκώσει | είχατε μπουκώσει | θα έχετε μπουκώσει | να έχετε μπουκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπουκώσει | είχαν μπουκώσει | θα έχουν μπουκώσει | να έχουν μπουκώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπουκώνομαι | μπουκωνόμουν(α) | θα μπουκώνομαι | να μπουκώνομαι | ||
β' ενικ. | μπουκώνεσαι | μπουκωνόσουν(α) | θα μπουκώνεσαι | να μπουκώνεσαι | ||
γ' ενικ. | μπουκώνεται | μπουκωνόταν(ε) | θα μπουκώνεται | να μπουκώνεται | ||
α' πληθ. | μπουκωνόμαστε | μπουκωνόμαστε μπουκωνόμασταν |
θα μπουκωνόμαστε | να μπουκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μπουκώνεστε | μπουκωνόσαστε μπουκωνόσασταν |
θα μπουκώνεστε | να μπουκώνεστε | (μπουκώνεστε) | |
γ' πληθ. | μπουκώνονται | μπουκώνονταν μπουκωνόντουσαν |
θα μπουκώνονται | να μπουκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπουκώθηκα | θα μπουκωθώ | να μπουκωθώ | μπουκωθεί | ||
β' ενικ. | μπουκώθηκες | θα μπουκωθείς | να μπουκωθείς | μπουκώσου | ||
γ' ενικ. | μπουκώθηκε | θα μπουκωθεί | να μπουκωθεί | |||
α' πληθ. | μπουκωθήκαμε | θα μπουκωθούμε | να μπουκωθούμε | |||
β' πληθ. | μπουκωθήκατε | θα μπουκωθείτε | να μπουκωθείτε | μπουκωθείτε | ||
γ' πληθ. | μπουκώθηκαν μπουκωθήκαν(ε) |
θα μπουκωθούν(ε) | να μπουκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπουκωθεί | είχα μπουκωθεί | θα έχω μπουκωθεί | να έχω μπουκωθεί | μπουκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπουκωθεί | είχες μπουκωθεί | θα έχεις μπουκωθεί | να έχεις μπουκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπουκωθεί | είχε μπουκωθεί | θα έχει μπουκωθεί | να έχει μπουκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπουκωθεί | είχαμε μπουκωθεί | θα έχουμε μπουκωθεί | να έχουμε μπουκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπουκωθεί | είχατε μπουκωθεί | θα έχετε μπουκωθεί | να έχετε μπουκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπουκωθεί | είχαν μπουκωθεί | θα έχουν μπουκωθεί | να έχουν μπουκωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπουκωμένος - είμαστε, είστε, είναι μπουκωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπουκωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπουκωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπουκωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπουκωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπουκωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπουκωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μπουκώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μπουκώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)