Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπουκώνω < μπούκα + -ώνω

  ΡήμαΕπεξεργασία

μπουκώνω

  1. παραγεμίζω το στόμα με τροφή
  2. (μεταβατικό) παραγεμίζω έναν κινητήρα με καύσιμο, κάτι που προκαλεί το σταμάτημά του
    μην ανοίγεις πολύ το γκάζι, όταν κατεβάζεις τη μανιβέλα, γιατί θα το μπουκώσεις

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία