Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stuff (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ανεπίσημο) τα πράγματα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ουσία, υλικό, ομάδα αντικειμένων κτλ. όταν δεν ξέρω το όνομα, όταν το όνομα δεν είναι σημαντικό ή όταν είναι προφανές για τι μιλάω
    We have already packed stuff for the move.
    Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
  2. (λογοτεχνικό, επίσημο) η στόφα, η πάστα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό κάτι· κάτι στο οποίο βασίζεται ή είναι φτιαγμένο κάτι άλλο
    He is the stuff heroes are made of.
    Είναι από τη στόφα των ηρώων./Είναι από πάστα ήρωα.
     συνώνυμα: makings

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας stuff
γ΄ ενικό ενεστώτα stuffs
αόριστος stuffed
παθητική μετοχή stuffed
ενεργητική μετοχή stuffing

stuff (en)

  • χώνω, σπρώχνω κάτι γρήγορα και απρόσεκτα σε ένα μικρό χώρο
    He stuffed everything into a drawer.
    Τα 'χωσε όλα μέσα σ' ένα συρτάρι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze

  Πηγές επεξεργασία