Ουσιαστικό

επεξεργασία

stuff (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ανεπίσημο) τα πράγματα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ουσία, υλικό, ομάδα αντικειμένων κτλ. όταν δεν ξέρω το όνομα, όταν το όνομα δεν είναι σημαντικό ή όταν είναι προφανές για τι μιλάω
    ⮡  We have already packed stuff for the move.
    Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
  2. (λογοτεχνικό, επίσημο) η στόφα, η πάστα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό κάτι· κάτι στο οποίο βασίζεται ή είναι φτιαγμένο κάτι άλλο
    ⮡  He is the stuff heroes are made of.
    Είναι από τη στόφα των ηρώων./Είναι από πάστα ήρωα.
     συνώνυμα: makings
ενεστώτας stuff
γ΄ ενικό ενεστώτα stuffs
αόριστος stuffed
παθητική μετοχή stuffed
ενεργητική μετοχή stuffing

stuff (en)

  1. γεμίζω, παραγεμίζω, γεμίζω ένα κενό ή ένα δοχείο σφιχτά με κάτι
    ⮡  All my drawers are already stuffed.
    Γέμισαν πια όλα μου τα συρτάρια.
    ⮡  He stuffed his pocket with candies.
    Παραγέμισε τις τσέπες του με καραμέλες.
    ⮡  Don’t stuff too many things into your bag.
    Μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με πράγματα.
  2. χώνω, σπρώχνω κάτι γρήγορα και απρόσεκτα σε ένα μικρό χώρο
    ⮡  He stuffed everything into a drawer.
    Τα 'χωσε όλα μέσα σ' ένα συρτάρι.
    ⮡  He stuffed his hands into his pockets.
    Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  3. γεμίζω, παραγεμίζω, γεμίζω ένα λαχανικό, κοτόπουλο κτλ. με άλλο είδος φαγητού
    ⮡  The tomatoes were stuffed with rice.
    Οι ντομάτες ήταν γεμισμένες με ρύζι.
    ⮡  a turkey stuffed with pine nuts, walnuts, and raisins - γαλοπούλα παραγεμισμένη με κουκουνάρια, καρύδια και σταφίδες