stuffed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstuffed (en)
- ταριχευμένος(για βαλσαμωμένα ζώα ή πουλιά)
- λούτρινος(κυρίως για παιδικά παιχνίδια)
- γεμιστός
- γεμάτος, φουσκωμένος, χορτάτος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαstuffed (en)
stuffed (en)
stuffed (en)