Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λούτρινος η λούτρινη το λούτρινο
      γενική του λούτρινου της λούτρινης του λούτρινου
    αιτιατική τον λούτρινο τη λούτρινη το λούτρινο
     κλητική λούτρινε λούτρινη λούτρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λούτρινοι οι λούτρινες τα λούτρινα
      γενική των λούτρινων των λούτρινων των λούτρινων
    αιτιατική τους λούτρινους τις λούτρινες τα λούτρινα
     κλητική λούτρινοι λούτρινες λούτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούτρινος < λουτρ + -ινος

  Επίθετο επεξεργασία

λούτρινος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) κατασκευασμένος με λουτρ
  2. που έχει κατασκευαστεί από συνθετικό υλικό, το οποίο μοιάζει με γούνα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία