βαλσαμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαλσαμώνω < βάλσαμο
Ρήμα
επεξεργασίαβαλσαμώνω
- ταριχεύω, κυρίως ζώα ή πουλιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαλσαμώνω | βαλσάμωνα | θα βαλσαμώνω | να βαλσαμώνω | βαλσαμώνοντας | |
β' ενικ. | βαλσαμώνεις | βαλσάμωνες | θα βαλσαμώνεις | να βαλσαμώνεις | βαλσάμωνε | |
γ' ενικ. | βαλσαμώνει | βαλσάμωνε | θα βαλσαμώνει | να βαλσαμώνει | ||
α' πληθ. | βαλσαμώνουμε | βαλσαμώναμε | θα βαλσαμώνουμε | να βαλσαμώνουμε | ||
β' πληθ. | βαλσαμώνετε | βαλσαμώνατε | θα βαλσαμώνετε | να βαλσαμώνετε | βαλσαμώνετε | |
γ' πληθ. | βαλσαμώνουν(ε) | βαλσάμωναν βαλσαμώναν(ε) |
θα βαλσαμώνουν(ε) | να βαλσαμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαλσάμωσα | θα βαλσαμώσω | να βαλσαμώσω | βαλσαμώσει | ||
β' ενικ. | βαλσάμωσες | θα βαλσαμώσεις | να βαλσαμώσεις | βαλσάμωσε | ||
γ' ενικ. | βαλσάμωσε | θα βαλσαμώσει | να βαλσαμώσει | |||
α' πληθ. | βαλσαμώσαμε | θα βαλσαμώσουμε | να βαλσαμώσουμε | |||
β' πληθ. | βαλσαμώσατε | θα βαλσαμώσετε | να βαλσαμώσετε | βαλσαμώστε | ||
γ' πληθ. | βαλσάμωσαν βαλσαμώσαν(ε) |
θα βαλσαμώσουν(ε) | να βαλσαμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαλσαμώσει | είχα βαλσαμώσει | θα έχω βαλσαμώσει | να έχω βαλσαμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαλσαμώσει | είχες βαλσαμώσει | θα έχεις βαλσαμώσει | να έχεις βαλσαμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαλσαμώσει | είχε βαλσαμώσει | θα έχει βαλσαμώσει | να έχει βαλσαμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαλσαμώσει | είχαμε βαλσαμώσει | θα έχουμε βαλσαμώσει | να έχουμε βαλσαμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαλσαμώσει | είχατε βαλσαμώσει | θα έχετε βαλσαμώσει | να έχετε βαλσαμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαλσαμώσει | είχαν βαλσαμώσει | θα έχουν βαλσαμώσει | να έχουν βαλσαμώσει |
|