βάλσαμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάλσαμο | τα | βάλσαμα |
γενική | του | βάλσαμου | των | βάλσαμων |
αιτιατική | το | βάλσαμο | τα | βάλσαμα |
κλητική | βάλσαμο | βάλσαμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάλσαμο < αρχαία ελληνική βάλσαμον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάλσαμο ουδέτερο
- (βότανο) το ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν (Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae) (είδος: Υπερικόν το διάτρητον / Hypericum perforatum)
- (φαρμακευτική) η φυτική ελαιώδης και ρητινώδης ουσία με φαρμακευτικές ή αρωματικές ιδιότητες για ανάλογες χρήσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βάλσαμο στη Βικιπαίδεια