βάλσαμο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάλσαμο | τα | βάλσαμα |
γενική | του | βάλσαμου | των | βάλσαμων |
αιτιατική | το | βάλσαμο | τα | βάλσαμα |
κλητική | βάλσαμο | βάλσαμα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βάλσαμο(1)
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βάλσαμο < αρχαία ελληνική βάλσαμον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βάλσαμο ουδέτερο
- (βότανο) ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν (Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae) (είδος: Υπερικόν το διάτρητον / Hypericum perforatum)
- (φαρμακευτική) φυτική ελαιώδης και ρητινώδης ουσία με φαρμακευτικές ή αρωματικές ιδιότητες για ανάλογες χρήσεις
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- βάλσαμο στη Βικιπαίδεια