βαλσαμωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλσαμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαλσαμώνω
Μετοχή επεξεργασία
βαλσαμωμένος
- που έχει βαλσαμωθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλσαμωμένος
|
βαλσαμωμένος
|