↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαιώδης η ελαιώδης το ελαιώδες
      γενική του ελαιώδους της ελαιώδους του ελαιώδους
    αιτιατική τον ελαιώδη την ελαιώδη το ελαιώδες
     κλητική ελαιώδη(ς) ελαιώδης ελαιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιώδεις οι ελαιώδεις τα ελαιώδη
      γενική των ελαιωδών των ελαιωδών των ελαιωδών
    αιτιατική τους ελαιώδεις τις ελαιώδεις τα ελαιώδη
     κλητική ελαιώδεις ελαιώδεις ελαιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαιώδης < έλαιο + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

ελαιώδης

  • που έχει υφή ελαίου, που περιέχει έλαιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία