Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλσάμωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βαλσάμωμα
τα
βαλσαμώμα
τ
α
γενική
του
βαλσαμώμα
τ
ος
των
βαλσαμωμά
τ
ων
αιτιατική
το
βαλσάμωμα
τα
βαλσαμώμα
τ
α
κλητική
βαλσάμωμα
βαλσαμώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλσάμωμα
<
βαλσαμώνω
+
-μα
<
βάλσαμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαλσάμωμα
ουδέτερο
η
ταρίχευση
, κυρίως ζώων ή πουλιών
Άλλες μορφές
επεξεργασία
βαλσάμωση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βαλσαμώνω
και
βάλσαμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαλσάμωμα
αγγλικά
:
embalment
(en)
,
stuffing
(en)
πολωνικά
:
balsamowanie
(pl)