Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουκάρω < βενετική imbocar (το σημερινή ιταλική imboccare) < im- + λατινική bucca [1] → δείτε και τη λέξη μπούκα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /buˈka.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐κά‐ρω

μπουκάρω, αόρ.: μπούκαρα/μπουκάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) μπαίνω, εισέρχομαι, συνήθως απότομα, ξαφνικά, κάνω έφοδο
    ⮡  και πάνω που θα βούταγα το χρυσαφικό, μπουκάρανε οι μπάτσοι
  2. (ναυτικός όρος) ορμάω και σπρώχνω, γεμίζω
    ⮡  μπουκάρουν τα πανιά (όταν τα φουσκώνει και τα γεμίζει ο άνεμος)
  3. (ναυτικός όρος) μπαίνω σε λιμάνι για λίγο, για ανεδοφιασμό ή άλλο λόγο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.