port
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- port < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική port < λατινική portus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
port | ports |
port (en)
- το λιμάνι, οι λιμενικές εγκαταστάσεις για τα πλοία
- πόλη ή οποία έχει λιμάνι (εγκαταστάσεις)
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) η αριστερή πλευρά ενός σκάφους (πλοίου ή αεροσκάφους)
- (πληροφορική, software port) θύρα (για διαδικτυακή επικοινωνία προγράμματος)
- ※ Additionally, port numbers further specify the access points for particular services on a computer [1]
- Επιπλέον, οι αριθμοί θύρας καθορίζουν περαιτέρω τα σημεία πρόσβασης για συγκεκριμένες υπηρεσίες σε έναν υπολογιστή.
- ※ Additionally, port numbers further specify the access points for particular services on a computer [1]
- (υλικό υπολογιστή, hardware port) η θύρα, υποδοχή στο κουτί ή στην μητρική κάρτα (motherboard) ενός υπολογιστή για επικοινωνία με εξωτερικές συσκευές
- ⮡ a computer port - μια θύρα υπολογιστή
- υπώνυμα: serial port, PS/2
- (ποτό) κρασί του Πόρτο
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαport (en)
- (πληροφορική) δημιουργώ νέα έκδοση (version) σε λογισμικό (software), που λειτουργεί σε διαφορετική πλατφόρμα (ή περιβάλλον)· γενικότερα η μεταφορά λειτουργικότητας από ένα λογισμικό σε ένα άλλο
- → δείτε τις λέξεις cross-platform και backport
- δείτε επίσης: porting στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Port (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) What is a Computer Hostname?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-30.
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαport (fr) αρσενικό
- το λιμάνι, ο λιμνιώνας
- ⮡ le port de Marseille - το λιμάνι της Μασσαλίας
- ο τόπος ανάπαυσης, το καταφύγιο
- το επίνειο
- (αρχαία προβηγκιανή) πέρασμα δρόμου στην κορυφή των Πυρηναίων
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- port < porter
Ουσιαστικό
επεξεργασίαport (fr) αρσενικό
- η πράξη του μεταφέρω
- (ενδυμασία) η ένδυση
- η επωνυμία
- η μεταφορά ενός φορτίου
- ⮡ port d'armes - η παρουσίαση όπλων· η στάση ενός στρατιώτη που παρουσιάζει όπλα
- ⮡ port de voix - ανεπαίσθητο πέρασμα της φωνής από έναν ήχο σε άλλο
- η μεταφορά, η κατοχή
- ⮡ le port d'armes est interdit - απαγορεύεται η κατοχή όπλων
- το κόμιστρο, τα μεταφορικά, ο ναύλος
- ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κάποιος, η στάση του σώματος
- (βοτανική) η γενική μορφή ενός φυτού