ενικός         πληθυντικός  
refuge refuges

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

refuge (en)

  1. το καταφύγιο, προστασία από κινδύνους, προβλήματα κτλ.
    ⮡  We were seeking refuge from the storm.
    Ζητούσαμε καταφύγιο από τη θύελλα.
  2. το καταφύγιο, μέρος, άτομο ή πράγμα που παρέχει καταφύγιο από κάποιον ή κάτι
    ⮡  My cottage is a refuge from the racket and stress in the city.
    Το εξοχικό σπιτάκι μου είναι το καταφύγιο από τη βοή και το άγχος της πόλης.
  3. το καταφύγιο, ο ξενώνας φιλοξενίας που παρέχει ένα προσωρινό σπίτι για άτομα που χρειάζονται καταφύγιο ή προστασία από κάποιον ή κάτι
    ⮡  The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's refuge.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο/ξενώνα γυναικών.

Συνώνυμα

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
refuge refuges

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

refuge (fr) αρσενικό