refuge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
refuge | refuges |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrefuge (en)
- το καταφύγιο, προστασία από κινδύνους, προβλήματα κτλ.
- ⮡ We were seeking refuge from the storm.
- Ζητούσαμε καταφύγιο από τη θύελλα.
- ⮡ We were seeking refuge from the storm.
- το καταφύγιο, μέρος, άτομο ή πράγμα που παρέχει καταφύγιο από κάποιον ή κάτι
- ⮡ My cottage is a refuge from the racket and stress in the city.
- Το εξοχικό σπιτάκι μου είναι το καταφύγιο από τη βοή και το άγχος της πόλης.
- ⮡ My cottage is a refuge from the racket and stress in the city.
- το καταφύγιο, ο ξενώνας φιλοξενίας που παρέχει ένα προσωρινό σπίτι για άτομα που χρειάζονται καταφύγιο ή προστασία από κάποιον ή κάτι
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's refuge.
- Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο/ξενώνα γυναικών.
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's refuge.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
refuge | refuges |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrefuge (fr) αρσενικό
- το καταφύγιο