shelter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shelter | shelters |
shelter (en)
- (μη μετρήσιμο) η στέγη, το να έχω τόπο διαμονής, που θεωρείται ως βασική ανθρώπινη ανάγκη
- ⮡ Human beings need food, clothing, and shelter.
- Οι άνθρωποι χρειάζονται τροφή, ρούχα και στέγη.
- ⮡ Human beings need food, clothing, and shelter.
- (μη μετρήσιμο) το καταφύγιο, η στέγη, προστασία από κάποιον ή κάτι
- ⮡ We found shelter under a tree.
- Βρήκαμε καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο.
- ⮡ Our magazine provides shelter to young writers.
- Το περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
- ⮡ We found shelter under a tree.
- το καταφύγιο, μια κατασκευή που παρέχει προστασία, ειδικά από τις καιρικές συνθήκες ή από επίθεση
- ⮡ They built a rough shelter from old pieces of wood.
- Έχτισαν ένα πρόχειρο καταφύγιο από παλιά κομμάτια ξύλου.
- ⮡ They built a rough shelter from old pieces of wood.
- το καταφύγιο, ο ξενώνας, κτίριο, που συνήθως ανήκει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, που παρέχει χώρο διαμονής για άτομα χωρίς σπίτι ή προστασία για ανθρώπους ή ζώα που έχουν κακοποιηθεί
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
- Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο/ξενώνα γυναικών.
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη refuge
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shelter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shelters |
αόριστος | sheltered |
παθητική μετοχή | sheltered |
ενεργητική μετοχή | sheltering |
shelter (en)
- (μεταβατικό) στεγάζω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ένα μέρος όπου είναι προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες ή από κίνδυνο, προστατεύω κάποιον ή κάτι