Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shelter shelters

shelter (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η στέγη, το να έχω τόπο διαμονής, που θεωρείται ως βασική ανθρώπινη ανάγκη
    ⮡  Human beings need food, clothing, and shelter.
    Οι άνθρωποι χρειάζονται τροφή, ρούχα και στέγη.
  2. (μη μετρήσιμο) το καταφύγιο, η στέγη, προστασία από κάποιον ή κάτι
    ⮡  We found shelter under a tree.
    Βρήκαμε καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο.
    ⮡  Our magazine provides shelter to young writers.
    Το περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
  3. το καταφύγιο, μια κατασκευή που παρέχει προστασία, ειδικά από τις καιρικές συνθήκες ή από επίθεση
    ⮡  They built a rough shelter from old pieces of wood.
    Έχτισαν ένα πρόχειρο καταφύγιο από παλιά κομμάτια ξύλου.
  4. το καταφύγιο, ο ξενώνας, κτίριο, που συνήθως ανήκει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, που παρέχει χώρο διαμονής για άτομα χωρίς σπίτι ή προστασία για ανθρώπους ή ζώα που έχουν κακοποιηθεί
    ⮡  The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο/ξενώνα γυναικών.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη refuge
ενεστώτας shelter
γ΄ ενικό ενεστώτα shelters
αόριστος sheltered
παθητική μετοχή sheltered
ενεργητική μετοχή sheltering

shelter (en)

  • (μεταβατικό) στεγάζω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ένα μέρος όπου είναι προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες ή από κίνδυνο, προστατεύω κάποιον ή κάτι
    ⮡  The refugees were sheltered in the school.
    Οι πρόσφυγες στεγάστηκαν στο σχολείο.
     συνώνυμα: house, lodge, accommodate, quarter, take in, put up