accommodate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | accommodate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accommodates |
αόριστος | accommodated |
παθητική μετοχή | accommodated |
ενεργητική μετοχή | accommodating |
Ρήμα
επεξεργασίαaccommodate (en)
- (μεταβατικό) στεγάζω, παρέχω σε κάποιον δωμάτιο ή μέρος για ύπνο, διαμονή ή καθιστή
- (μεταβατικό) παίρνω, χωράω, παρέχω αρκετό χώρο για κάποιον ή κάτι
- (μεταβατικό, επίσημο) προσαρμόζω, θεωρώ κάτι όπως τη γνώμη κάποιου ή ένα γεγονός και επηρεάζομαι από αυτό όταν αποφασίζω τι να κάνω ή εξηγώ κάτι
- ⮡ Our economy must accommodate the requirements of wartime.
- Η οικονομία μας πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του πολέμου.
- ⮡ Education should accommodate the abilities and needs of the children.
- Η παιδεία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στην ικανότητα και στην ανάγκες των παιδιών.
- ⮡ Our economy must accommodate the requirements of wartime.
- (μεταβατικό, επίσημο) συμβιβάζω, εξυπηρετώ, βοηθάω κάποιον κάνοντας αυτό που θέλει
- ⮡ I am willing to accommodate you.
- Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.
- ⮡ I accommodate the needs of someone.
- Εξυπηρετώ τις ανάγκες κάποιου.
- ⮡ There was nobody in the store to accommodate me.
- Δεν υπήρχε κανείς στο μαγαζί να μου εξυπηρετήσει.
- ⮡ I am willing to accommodate you.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) προσαρμόζω, αλλάζω τη συμπεριφορά μου για να μπορώ να αντιμετωπίζω καλύτερα μια νέα κατάσταση
- ⮡ I will accommodate my plans to yours.
- Θα προσαρμόσω τα σχέδιά μου στα δικά του.
- ⮡ I will accommodate my plans to yours.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- accommodate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 310, 643-644, 745, 835-836, 984. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξυπηρετώ, παίρνω, προσαρμόζω, συμβιβάζω, χωρώ