ενεστώτας accommodate
γ΄ ενικό ενεστώτα accommodates
αόριστος accommodated
παθητική μετοχή accommodated
ενεργητική μετοχή accommodating

accommodate (en)

  1. (μεταβατικό) στεγάζω, παρέχω σε κάποιον δωμάτιο ή μέρος για ύπνο, διαμονή ή καθιστή
    ⮡  This boarding school accommodates five hundred students.
    Στο οικοτροφείο αυτό στεγάζονται πεντακόσιοι φοιτητές.
    ⮡  This school accommodates a thousand students in two shifts.
    Στο σχολείο αυτό στεγάζονται χίλιοι μαθητές σε δυο βάρδιες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shelter
  2. (μεταβατικό) παίρνω, χωράω, παρέχω αρκετό χώρο για κάποιον ή κάτι
    ⮡  How many does your hotel accommodate?
    Πόσους παίρνει το ξενοδοχείο σας;
    ⮡  The theater accommodates 2,000 people.
    Το θέατρο χωράει 2.000 ανθρώπους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fit
  3. (μεταβατικό, επίσημο) προσαρμόζω, θεωρώ κάτι όπως τη γνώμη κάποιου ή ένα γεγονός και επηρεάζομαι από αυτό όταν αποφασίζω τι να κάνω ή εξηγώ κάτι
    ⮡  Our economy must accommodate the requirements of wartime.
    Η οικονομία μας πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του πολέμου.
    ⮡  Education should accommodate the abilities and needs of the children.
    Η παιδεία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στην ικανότητα και στην ανάγκες των παιδιών.
  4. (μεταβατικό, επίσημο) συμβιβάζω, εξυπηρετώ, βοηθάω κάποιον κάνοντας αυτό που θέλει
    ⮡  I am willing to accommodate you.
    Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.
    ⮡  I accommodate the needs of someone.
    Εξυπηρετώ τις ανάγκες κάποιου.
    ⮡  There was nobody in the store to accommodate me.
    Δεν υπήρχε κανείς στο μαγαζί να μου εξυπηρετήσει.
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) προσαρμόζω, αλλάζω τη συμπεριφορά μου για να μπορώ να αντιμετωπίζω καλύτερα μια νέα κατάσταση
    ⮡  I will accommodate my plans to yours.
    Θα προσαρμόσω τα σχέδιά μου στα δικά του.

Συγγενικά

επεξεργασία