ενικός         πληθυντικός  
quarter quarters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

quarter (en)

  1. (μετρήσιμο) το τέταρτο, το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη
    ⮡  one quarter of the wealth/the bread - το ένα τέταρτο της περιουσίας/του ψωμιού
    ⮡  one quarter of the population/of the surface of the earth - το ένα τέταρτο του πληθυσμού/της επιφάνειας της γης
    ⮡  a quarter of a kilo/of a liter - το ένα τέταρτο του κιλού/του λίτρου
    ⮡  a quarter of the time/the century - το τέταρτο του χρόνου/του αιώνα
     συνώνυμα: fourth
  2. (μετρήσιμο) το τέταρτο, χρονικό διάστημα ίσο με 15 λεπτά της ώρας
    ⮡  in a quarter of an hour - σ' ένα τέταρτο της ώρας
    ⮡  quarter past/to two - δυο και/παρά τέταρτο
  3. (μετρήσιμο) το τρίμηνο, χρονική διάρκεια τριών μηνών
    ⮡  I pay tuition for the year every quarter.
    Tα δίδακτρα της χρονιάς τα πληρώνω κάθε τρίμηνο.
  4. (μετρήσιμο) η συνοικία, η περιοχή πόλης
    ⮡  a residential quarter - συνοικία με καλά σπίτια
    ⮡  the Latin Quarter (in Paris) - η φοιτητική συνοικία (στο Παρίσι)
    ⮡  There are no hotels/gas pumps in this quarter.
    Δεν υπάρχουν ξενοδοχεία/βενζινάδικα σ' αυτή την περιοχή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη district
  5. (μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) το κέρμα των 25 σεντς
  6. (μετρήσιμο) το τέταρτο, η μία από τις τέσσερις φάσεις της σελήνης
    ⮡  first/last quarter (moon) - πρώτο/τελευταίο τέταρτο
  7. (εραλδική) ένα από τα τέσσερα μέρη ενός διασπασμένου οικόσημου