quarter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quarter | quarters |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαquarter (en)
- (μετρήσιμο) το τέταρτο, το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη
- ⮡ one quarter of the wealth/the bread - το ένα τέταρτο της περιουσίας/του ψωμιού
- ⮡ one quarter of the population/of the surface of the earth - το ένα τέταρτο του πληθυσμού/της επιφάνειας της γης
- ⮡ a quarter of a kilo/of a liter - το ένα τέταρτο του κιλού/του λίτρου
- ⮡ a quarter of the time/the century - το τέταρτο του χρόνου/του αιώνα
- ≈ συνώνυμα: fourth
- (μετρήσιμο) το τέταρτο, χρονικό διάστημα ίσο με 15 λεπτά της ώρας
- ⮡ in a quarter of an hour - σ' ένα τέταρτο της ώρας
- ⮡ quarter past/to two - δυο και/παρά τέταρτο
- (μετρήσιμο) το τρίμηνο, χρονική διάρκεια τριών μηνών
- ⮡ I pay tuition for the year every quarter.
- Tα δίδακτρα της χρονιάς τα πληρώνω κάθε τρίμηνο.
- ⮡ I pay tuition for the year every quarter.
- (μετρήσιμο) η συνοικία, η περιοχή πόλης
- (μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) το κέρμα των 25 σεντς
- (μετρήσιμο) το τέταρτο, η μία από τις τέσσερις φάσεις της σελήνης
- ⮡ first/last quarter (moon) - πρώτο/τελευταίο τέταρτο
- (εραλδική) ένα από τα τέσσερα μέρη ενός διασπασμένου οικόσημου
Πηγές
επεξεργασία- quarter - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 850, 875. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνοικία, τέταρτο