↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίμηνο τα τρίμηνα
      γενική του τρίμηνου
τριμήνου
των τρίμηνων
τριμήνων
    αιτιατική το τρίμηνο τα τρίμηνα
     κλητική τρίμηνο τρίμηνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίμηνο < τρίμηνος < τρι- (< τρία) + μήνας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίμηνο ουδέτερο

  1. χρονική διάρκεια τριών μηνών
  2. υποδιαίρεση του σχολικού έτους στα ελληνικά γυμνάσια· στο τέλος κάθε τριμήνου οι μαθητές παίρνουν την προφορική βαθμολογία τους
    ανέβηκαν οι βαθμοί του στο β' τρίμηνο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία