τριμηνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριμηνία < ελληνιστική κοινή τριμηνία < αρχαία ελληνική τρι- + μήν. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + -μηνία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριμηνία θηλυκό
- άλλη μορφή του τρίμηνο
- (κατ’ επέκταση) αποζημίωση ή αμοιβή για ένα τρίμηνο