Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
trimestre trimestres

trimestre (fr) αρσενικό

Il y a 4 trimestres en une année. Ένας χρόνος έχει 4 τρίμηνα.