μήνας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μήνας | οι | μήνες |
γενική | του | μήνα & μηνός |
των | μηνών |
αιτιατική | τον | μήνα | τους | μήνες |
κλητική | μήνα | μήνες | ||
όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μήνας < μεσαιωνική ελληνική μήνας < αρχαία ελληνική μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ). Συγγενής η λατινική mensis, τα αγγλικά: moon, month
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmi.nas/
- συλλαβισμός : μή‐νας
- ομόηχο: μίνας
- τονικό παρώνυμο: Μηνάς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μήνας αρσενικό
- περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες.
- ↪ Καλό μήνα! : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- είναι στο μήνα της: λέγεται για έγκυο η οποία βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης της
- εννιά έχει ο μήνας: πλήρης αδιαφορία, πέρα βρέχει
- καλό μήνα!
- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: λέγεται για να δείξει μόνιμες μηνιαίες υποχρεώσεις ή αποδοχές
- τι ανάγκη έχεις εσύ; μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει παίρνεις τα νοίκια σου και είσαι οκέι
- μήνας του μέλιτος
- ο μήνας που θρέφει τους έντεκα:
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο: ποτέ
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Οι μήνες στο Βικιλεξικό
- Ιανουάριος, Γενάρης
- Φεβρουάριος, Φλεβάρης
- Μάρτιος, Μάρτης
- Απρίλιος, Απρίλης
- Μάιος, Μάης
- Ιούνιος, Ιούνης
- Ιούλιος, Ιούλης
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης
- Οκτώβριος, Οκτώβρης, Οχτώβρης
- Νοέμβριος, Νοέμβρης
- Δεκέμβριος, Δεκέμβρης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μήνας
|
|