Δείτε επίσης: Μηνᾶς, μήνας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μηνάς οι Μηνάδες
      γενική του Μηνά των Μηνάδων
    αιτιατική τον Μηνά τους Μηνάδες
     κλητική Μηνά Μηνάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μηνάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μηνᾶς. Πιθανόν, συνδέεται με το ρήμα μηνώ < μηνύω (ειδοποιώ, στέλνω μήνυμα) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: }Μη‐νάς
τονικό παρώνυμο: μήνας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μηνάς αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]