Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μηνος η -μηνη το -μηνο
      γενική του -μηνου της -μηνης του -μηνου
    αιτιατική τον -μηνο τη(ν) -μηνη το -μηνο
     κλητική -μηνε -μηνη -μηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μηνοι οι -μηνες τα -μηνα
      γενική των -μηνων των -μηνων των -μηνων
    αιτιατική τους -μηνους τις -μηνες τα -μηνα
     κλητική -μηνοι -μηνες -μηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-μηνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μηνος < μήν + -ος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μη‐νος

  Επίθημα επεξεργασία

-μηνος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -μηνοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα